φιλαγάθως — Α επίρρ. βλ. φιλάγαθος … Dictionary of Greek
φιλάγαθος — η, ο / φιλάγαθος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά το αγαθό, το καλό, το δίκαιο («φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον», ΚΔ). επίρρ... φιλαγάθως Α με φιλαγαθία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγαθός] … Dictionary of Greek